A dismember, D.S.3.65:—Pass., LXXDa.3.29(96), Plu.2.993b.
[Seite 589] zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64.
διαμελίζω: κατακόπτω εἰς μέλη, Διόδ. 3. 65· - διαμελισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 355Β.