μελοκοπέω

Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A mutilate, Ptol.Tetr.201 (Pass.), Vett.Val.6.21 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 127] Glieder abhauen, oder zerhauen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελοκοπέω: κόπτω τὰ μέλη, ἀκρωτηριάζω, Πτολεμ. Τετράβ. 201· - ἐντεῦθεν, -κόπησις, ἡ, ἀποκοπὴ μελῶν, ἀκρωτηριασμός, Πρόκλ. παράφρασ. Πτολ. σελ. 280· καὶ -κοπία, ἡ, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Γ΄, 1).