ἐξανακτίζω
English (LSJ)
A rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.
A rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.
ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.