κηρογραφία

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A painting with wax, i.e. encaustic painting, πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ κατεπεποίκιλτο Id.1.

German (Pape)

[Seite 1433] ἡ, Wachsmalerei, Ath. V, 200 a.

Greek (Liddell-Scott)

κηρογρᾰφία: ἡ, ἡ διὰ κηροῦ ζωγραφία, ὅ ἐστιν ἐγκαυστική, καθ’ ἣν τὰ χρώματά εἰσι μεμιγμένα μὲ κηρόν, πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204Β, πρβλ. 200Α, Πλίν. 35. 39, Müller Archäol. d. Kunst § 320. 4.