ζωγραφία
English (LSJ)
ἡ,
A art of painting, Democr.28a, Pl.Phdr.275d, X.Mem.1.4.3: metaph., φυσικὴ ζωγραφία Secund.Sent.14.
II painting, τῶν παρειῶν v.l. in Philostr.Ep.22 (cod. Barocc.50); τοῦ στύλου IGRom.1.1272 (Egypt, ii A.D.).
2 metaph., ἐπὶ σκιᾷ (sc. οὐσία) ζωγραφία καὶ τὸ φαίνεσθαι Plot.6.3.8.
German (Pape)
[Seite 1142] ἡ, die Malerei, Malerkunst, Xen. Mem. 1, 4, 3; Gemälde, Plat. Phaedr. 275 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art de peindre.
Étymologie: ζωγράφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωγραφία -ας, ἡ ζωγράφος schilderkunst.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ζωγρᾰφία: ἡ живопись Xen., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρᾰφία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν, ζωγραφική, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 3. 2) γραφή, εἰκών, Πλάτ. Φαίδρ. 275D.
Greek Monotonic
ζωγρᾰφία: ἡ, η τέχνη της ζωγραφικής, σε Πλάτ., Ξεν.
Greek Monolingual
και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) ζωγράφος
νεοελλ.
1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα
2. σχεδίασμα ή εικόνα τυπωμένη σε βιβλίο
3. μτφ. α) περιγραφή προσώπου, ψυχολογική και ηθική ανάλυση του («στο διήγημα αυτό βλέπεις τη ζωγραφιά του παπά μας»)
β) ως περιγραφική έκφραση της ομορφιάς ενός προσώπου («η όψη του προσώπου της μοιάζει με ζωγραφιά», Βιζυην.)
3. φρ. «είναι ζωγραφιά» — είναι ωραίος ή ωραία
μσν.
αγιογραφία
μσν.-αρχ.
ζωγραφική τέχνη
αρχ.
1. το ζωγράφισμα
2. (για πρόσ.) η ψιμυθίωση
3. (για αρχιτεκτονικά μέλη ή για οικοδομήματα) η κονία.
Middle Liddell
ζωγρᾰφία, ἡ, [from ζωγράφος, the art of painting], Plat., Xen.
Léxico de magia
ἡ dibujo εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χεῖράν σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ καὶ ἐμμάξῃς τὴν ζωγραφίαν τῷ Ἰσιακῷ μέλανι a no ser que untes tu mano con aceite de nardos o rosas y manches el dibujo con tinta de Isis P VII 231 τὸ ἕτερον μέρος, οὗ ἐνεγράφη ἡ ζωγραφία, βρέξας εἰς τὸν κρατῆρα ἀπόπλυνε la otra parte, donde está grabado el dibujo, mójala en la cratera y lávala P XIII 691
Translations
art of painting
Arabic: رَسْم فَنِّيّ, فَنّ تَصْوِير زَيْتِيّ; Chinese Mandarin: 繪畫, 绘画, 油漆; Czech: malba; Danish: malerkunst; Dutch: schilderen, schilderkunst; Esperanto: pentrado; Estonian: maalimine; Finnish: maalaustaide; Georgian: ფერწერა, მხატვრობა; German: Malerei; Ancient Greek: ζωγραφία; Hungarian: festőművészet; Irish: péinteáil, péintéireacht; Italian: dipinto; Japanese: 絵画; Kannada: ಚಿತ್ರಕಲೆ; Latin: pictūra; Macedonian: сликарство, живопис; Norwegian Bokmål: malerkunst; Nynorsk: målarkunst; Old English: tīefring; Polish: malarstwo; Portuguese: pintura; Romanian: pictură; Russian: живопись; Serbo-Croatian Cyrillic: сликарство, живопис; Roman: slikarstvo, živopis; Spanish: pintura; Swedish: måleri; Ukrainian: живопис, маля́рство; Volapük: pänam; Welsh: paentiad
painting
Afrikaans: skildery; Albanian: piktura; Arabic: لَوْحَة, صُورَة, لَوْحَة فَنِّيَّة; Armenian: գեղանկարչություն; Breton: livadur; Bulgarian: картина; Catalan: quadre, pintura; Chinese Mandarin: 圖畫, 图画, 畫幅, 画幅, 畫兒, 画儿; Czech: obraz; Danish: maleri; Dutch: schilderij, schilderwerk; Esperanto: pentraĵo; Estonian: maal; Finnish: maalaus; French: peinture, toile; Galician: cadro, pintura; Georgian: ნახატი, სურათი; German: Gemälde; Greek: ζωγραφιά; Ancient Greek: ζωγραφία, ζωγράφημα; Hungarian: festmény; Icelandic: málverk; Ido: pikturo; Indonesian: lukisan; Irish: pictiúr, péintéireacht; Italian: dipinto, pittura, quadro; Japanese: 絵画, 絵; Khmer: គំនូរ; Kurdish Central Kurdish: وێنە; Latin: pictūra; Latvian: glezna; Lithuanian: tapybos kūrinys, tapyba; Macedonian: слика; Maltese: kwadru; Maori: peitatanga, waituhi; Navajo: naʼashchʼąąʼ; Norwegian Bokmål: maleri, bilde; Nynorsk: måleri; Occitan: pintura; Old English: tīefring; Pashto: انځور; Persian: نگار, نقاشی; Polish: obraz, malowidło; Portuguese: pintura; Romanian: pictură; Russian: картина; Scottish Gaelic: lì-dhealbh; Serbo-Croatian Cyrillic: сликање; Roman: slikanje; Slovak: obraz; Sorbian Lower Sorbian: wobraz; Spanish: cuadro, pintura; Swedish: målning; Tamil: ஓவியம்; Thai: จิตรกรรม; Turkish: boyama, resim; Ukrainian: картина; Uyghur: رەسىم; Vietnamese: bức tranh, bức vẽ; Volapük: pänot; Welsh: paentiad