οἶνος, ὁ,
A second wine pressed from the husks, Poll.6.17; also τρῠγη-φάνιον, τό, Id.7.151: cf. δευτερίας.
τρῠγηφάνιος: οἶνος, ὁ, δεύτερος οἶνος λαμβανόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, Λατ. lora, Πολυδ. ϛʹ, 17· οὕτω τρυγηφάνιον, τό, ὁ αὐτ. 7. 151· πρβλ. δευτερίας.