δευτερίας
From LSJ
English (LSJ)
(sc. οἶνος), ὁ, seconds, a poor wine made from στέμφυλα, Dsc.5.6, Poll.1.248, 6.17, Hsch.; prob. l. in Nicopho 20.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ (sc. οἶνος) aguapié vino de clase inferior hecho de orujo y agua, Dsc.5.6.15, Poll.1.248, 6.17, Hsch., Phot.δ 225.
German (Pape)
[Seite 553] ὁ, οἶνος, Poll. 6, 17, der Nachwein, Tresterwein, Lauer.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερίας: (ἐνν. οἶνος), ὁ, = ἀδύνατος οἶνος, λαμβανόμενος ἐκ τῆς συνθλίψεως τῶν σταφυλῶν ἐκ δευτέρου, Λατ. lora, Πολυδ. Α΄, 248., Ϛ΄, 17· πρβλ. τρυγηφάνιος καὶ στεμφυλίτης (κοιν. λάγγερη).
Greek Monolingual
δευτερίας (ενν. οίνος), ο (Α)
το κρασί που παράγεται από τη δεύτερη σύνθλιψη τών αποπιεσμάτων τών σταφυλιών με την προσθήκη και νερού.