κολλούριον
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., POxy.1731.8 (iii A.D.). II v. κολλύριον.
German (Pape)
[Seite 1473] τό, = κολλύριον, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κολλούριον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κολλύριον.
τό, Dim. of foreg., POxy.1731.8 (iii A.D.). II v. κολλύριον.
[Seite 1473] τό, = κολλύριον, w. m. s.
κολλούριον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κολλύριον.