ον,
A fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.
[Seite 282] scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.
ξυρήσιμος: -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει ξυρήκης.