ξυρήσιμος

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήσιμος Medium diacritics: ξυρήσιμος Low diacritics: ξυρήσιμος Capitals: ΞΥΡΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: xyrḗsimos Transliteration B: xyrēsimos Transliteration C: ksyrisimos Beta Code: curh/simos

English (LSJ)

ξυρήσιμον, fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.

German (Pape)

[Seite 282] scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξυρήσιμος: -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει ξυρήκης.

Greek Monolingual

ξυρήσιμος, -ον (Α) ξυρησις
αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος.