παραπληγία
German (Pape)
[Seite 494] ἡ, ion. = παραπληξία, Lob. Phryn. 530.
Greek (Liddell-Scott)
παραπληγία: παραπληγικός, Ἰωνικ. ἀντὶ παραπληξία, παραπληκτικός.
[Seite 494] ἡ, ion. = παραπληξία, Lob. Phryn. 530.
παραπληγία: παραπληγικός, Ἰωνικ. ἀντὶ παραπληξία, παραπληκτικός.