παραπληκτικός

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπληκτικός Medium diacritics: παραπληκτικός Low diacritics: παραπληκτικός Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paraplēktikós Transliteration B: paraplēktikos Transliteration C: parapliktikos Beta Code: paraplhktiko/s

English (LSJ)

Ion. παραπληγικός, ή, όν, suffering from hemiplegia, παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους Hp. Aër. 3 ; τὰ παραπληγικά Id. Epid. 1.12 ; π. τρόπον ib. 26. ιγʹ. Adv. παραπληγικῶς Id. Coac. 60. = παράπληκτος, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 7.112.

German (Pape)

[Seite 494] ή, όν, an einer Seite, an einem Teile des Leibes vom Schlage gerührt und gelähmt, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

παραπληκτικός: Ἰων. -πληγικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παραπληγίαν ἢ ὅμοιος αὐτῆ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· τὰ παραπληκτικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 948· π. τρόπον αὐτόθι 990· ὁ πάσχων ἐκ παραπληγίας, «παραπληκτικοὶ οἷς μόνα τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερὰ αἱ παρέσεις γίνονται, Συγγραφ. Ὅρων Ἰατρ. σ. 397, 40, ἔκδ. Bas. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 125D, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραπληκτικός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. παραπληγικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπληκτικός -ή -όν [παράπληκτος] halfzijdig verlamd.