προσφυγή
English (LSJ)
ἡ,
A refuge, asylum, POxy.135.25 (vi A.D.). 2 = clientela, Gloss.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, Zuflucht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσφῠγή: ἡ καταφυγή, καταφύγιον, Γλωσσ.
ἡ,
A refuge, asylum, POxy.135.25 (vi A.D.). 2 = clientela, Gloss.
[Seite 787] ἡ, Zuflucht, Sp.
προσφῠγή: ἡ καταφυγή, καταφύγιον, Γλωσσ.