προσφυγή
English (LSJ)
ἡ,
A refuge, asylum, POxy.135.25 (vi A.D.).
2 = clientela, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, Zuflucht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσφῠγή: ἡ καταφυγή, καταφύγιον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσφεύγω
καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας
νεοελλ.
1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο συμβούλιο Επικρατείας» β. «προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»)
2. (διοικ. δίκ.) σύνηθες και κανονικό ένδικο βοήθημα που παρέχεται από τη νομοθεσία για την επίλυση τών διοικητικών διαφορών ουσίας
3. (ποιν. δίκ.) το ένδικο βοήθημα που μπορεί να ασκηθεί κατά τη διάρκεια της προδικασίας και της ποινικής δίκης και το οποίο δεν αναφέρεται σε δικαστική απόφαση αλλά στη μεταρρύθμιση άλλων πράξεων της ποινικής προδικασίας ή διαδικασίας που επάγονται δυσμενή αποτελέσματα για τον προσφεύγοντα (α. «προσφυγή κατά της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία απορρίπτεται η έγκληση» β. «προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως»)
αρχ.
πελατεία.