Adv.
A in a row, A.R.1.912, prob. in Antim.16.5.
[Seite 853] = ἐπισχερώ, Ap. Rh. 1, 912.
ἐνσχερώ: ἐπίρρ., «ἐφεξῆς, κατὰ τάξιν» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 912· ἴδε ἐν λ. σχερός.