ἐπισχερώ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
Ep. Adv., (σχερός)
A in a row, one after another, εἰσανέβαινον ἐ. Il.18.68, cf. 11.668, 23.125; ἐ. ἀλλήλοισι A.R.1.528: c.gen., τὸ γὰρ ἦμιν ἐ. ἦεν ἀοιδῆς the next thing in.., Id.4.451.
II of time, τρὶς ἐ. thrice successively, Simon.155.5; by degrees, Theoc.14.69.
German (Pape)
[Seite 988] (σχερός), in einer Reihe, Einer nach dem Andern, ll. 11, 668. 18, 68. 23, 125 u. sp. D.; allmälig, Theocr. 14, 69; auch von der Zeit, τρὶς ἐπ., dreimal hinter einander, Simds 69 (XIII, 19); ἀοιδῆς, hinterher, An. Rh. 4, 451.
French (Bailly abrégé)
adv.
sur une même ligne, à la suite l'un de l'autre.
Étymologie: ἐπί, σχερός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισχερώ: adv.
1 друг за другом, один за другим Hom.;
2 подряд (τρὶς ἐ. Anth.);
3 по порядку, постепенно Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισχερώ: Ἐπικ. Ἐπίρρ. (σχερὸς) ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὡς τὸ ἐφεξῆς, ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερὼ Ἰλ. Σ. 68, πρβλ. Λ. 668, Ψ. 125· οἱ δ’ ἀνὰ σέλματα βάντες ἐπισχερὼ ἀλλήλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 528: ― μετὰ γεν., τὸ γὰρ ἧμιν ἐπ. ἦεν ἀοιδῆς, τὸ ἀμέσως κατόπιν, ὁ αὐτ. Δ. 451. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τρὶς ἐπ., τρὶς κατὰ σειράν, διαδοχικῶς, Σιμωνίδ. 158· βαθμηδόν, ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι, καὶ ἐπισχερὼ ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος, «ἤτοι κατὰ τάξιν καὶ ἐφεξῆς εἰς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος» (Εὐστ. Ἰλ. 492, 41), Θεόκρ. 14. 69.
English (Autenrieth)
(σχερός): adv., in a row, close together, Il. 23.125. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπισχερώ (Α)
(ποιητ. επίρρ.)
1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.)
2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.)
3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ ἐπισχερώ ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχερώ (< σχερός «σε μια σειρά»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ενσχερώ, ισχερώ). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (επί σχερῴ)].
Greek Monotonic
ἐπισχερώ: επίρρ. (σχερός):
I. σε μία σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για χρόνο, βαθμηδόν, διαδοχικά, βαθμιαία, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: in a row, one after the other, uninterrupted, gradually (Il., Simon.).
Derivatives: Beside ἐνσχερώ (A. R. 1, 912) and, in two words, ἐν σχερῳ̃ (Pi.) id.; so a compound of ἐπί and an instr. σχερώ (Schwyzer 550 und 625).
Origin: IE [Indo-European] [888] *seǵh- hold
Etymology: To the noun *σχ-ερός (formation Schwyzer 482, Chantraine Formation 224; *σχερόν n. continuum, Schwyzer-Debrunner 469 w. n. 1) from σχ-έσθαι, ἔχεσθαι join, follow; cf. with the same stem ἑξῆς. With an σ-stem ὁλο-σχερής complete (hell.; Schwyzer 513); a derivation is Σχερ-ίη, about "uninterrupted coast, continent", name of the land of the Phaeacians (Od.). - Bechtel Lex. s. v., Kretschmer Einleitung 281.
Middle Liddell
σχερός
I. in a row, one after another, Il.
II. of time, by degrees, Theocr.
Frisk Etymology German
ἐπισχερώ: {episkherṓ}
Grammar: Adv.
Meaning: in einer Reihe, einer nach dem anderen, ununterbrochen, allmählich (Il., Simon., Theok., A. R.).
Derivative: Daneben ἐνσχερώ (A. R. 1, 912) und, in zwei Wörtern, ἐν σχερῳ̃ (Pi.) ib.; somit Zusammenrückung von ἐπί und einem Instr. σχερώ (Schwyzer 550 und 625).
Etymology: Zum Nomen *σχερός (Bildung Schwyzer 482, Chantraine Formation 224; *σχερόν n. continuum, Schwyzer-Debrunner 469 m. A. 1) von σχέσθαι, ἔχεσθαι sich anschließen, folgen; vgl. das stammverwandte ἑξῆς. Eine Umbiegung in σ-Stamm zeigt ὁλοσχερής gänzlich, vollständig (hell.; Schwyzer 513); eine Ableitung ist Σχερίη etwa "ununterbrochene Küste, Festland", Ben. des Landes der Phäaken (Od.). — Bechtel Lex. s. v., Kretschmer Einleitung 281.
Page 1,543