ὠρυθμός
English (LSJ)
ὁ,
A a howling, of dogs, ὠρυθμοῖς ὑλάει Opp.C.4.219 (but distd. fr. ὑλακή 'barking' by Q.S.14.287); of a lion, roaring, Theoc. 25.217 (v.l. ὠρυγμοῖ)
Greek (Liddell-Scott)
ὠρυθμός: ὁ, ὠρυγμός, ὠρυγή, «οὔρλιασμα», ὠρυθμοῖς ὑλάει Ὀππ. Κυνηγ. 4. 219· ἐπὶ λέοντος, βρυχηθμός, Θεόκρ. 25. 217.