ἀχρειόγελως
English (LSJ)
ων,
A untimely-laughing, epith. of the Athenians, Cratin.323, cf. AB475.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρειόγελως: -ων, ὁ ἀκαίρως γελῶν, ἐπίθ. τῶν Ἀθηναίων, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 51· πρβλ. ἀχρεῖος.
ων,
A untimely-laughing, epith. of the Athenians, Cratin.323, cf. AB475.
ἀχρειόγελως: -ων, ὁ ἀκαίρως γελῶν, ἐπίθ. τῶν Ἀθηναίων, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 51· πρβλ. ἀχρεῖος.