κεπφαττελεβώδης
English (LSJ)
ες,
A as brainless as a κέπφος or an ἀττέλεβος, cj. Bentl. in Archestr.Fr.23.14.
German (Pape)
[Seite 1419] ες, = κεπφώδης, Archestr. bei Ath. IV, 163 d, nach Bentley's Em.
Greek (Liddell-Scott)
κεπφαττελεβώδης: -ες, = κεπφώδης, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 163D, κατὰ τὸν Bentl. (ἐκ τοῦ κέπφος, ἀττέλεβος).