κέπφος

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέπφος Medium diacritics: κέπφος Low diacritics: κέπφος Capitals: ΚΕΠΦΟΣ
Transliteration A: képphos Transliteration B: kepphos Transliteration C: kepfos Beta Code: ke/pfos

English (LSJ)

ὁ, perhaps
A stormy petrel, Thalassidroma pelagica, Arist.HA 593b14, 620a13, Thphr. Sign.28, Lyc.76, 836, Nic.Al.166.
2 metaph., feather-brained fellow, Ar.Pax1067, Pl.912.

German (Pape)

[Seite 1419] ὁ (nach den Alten mit κοῦφος verwandt), ein Seevogel, procellaria, der sich mit Meerschaum leicht locken u. fangen läßt, Arist. H. A. 9, 35. Dah. ein leichtsinniger, einfältiger, leicht zu berückender Mensch, Gimpel, Ar. Par 1032 Plut. 912; Lycophr. 836. – Bei Hesych. steht auch κεμπός dafür, wie bei Schol. Ar. κέμφος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mouette, oiseau ; fig. homme simple, sot, niais.
Étymologie: DELG obscur ; pê κοῦφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέπφος -ου, ὁ (vogel) stormvogel.

Russian (Dvoretsky)

κέπφος: v.l. κίπφος
1 предполож. буревестник (Procellaria) Arst.;
2 простак, простофиля Arph.

Greek Monolingual

ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.)
αρχ.
ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῦ μοι πόλιν εὐεργετεῖν, ὦ κέπφε» (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το σύμπλεγμα -πφ- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου κεμπός
κοῦφος, ἐλαφρός ἄνθρωπος (πρβλ. και την ερμηνεία του στο ίδιο το λ.: κέπφος
εἶδος ὀρνέου κουφοτάτου). Ίσως το κέπφος να προέκυψε από ουσιαστικοποίηση ενός αμάρτυρου επιθ. κεπφός].

Greek Monotonic

κέπφος: ὁ, θαλασσινό πουλί· μεταφ., γκαφατζής, κουτορνίθι, χαζός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κέπφος: ὁ, μικρόν τι θαλάσσιον πτηνόν, ὅπερ νῦν παρὰ τοῖς Κυζικηνοῖς ὀνομάζεται κεφκέφ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 35, Λυκ. 76. 836· ― μεταφορ., ἐπὶ κούφου ἀνθρώπου καὶ ἀνοήτου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1067, Πλ. 912.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of an unknown water-bird, mostly, but without sufficient ground, identified with the stormy petrel, Thalassidroma pelagica (Arist., Thphr., Lyc., Nic.); also metaph. of a simple man, which can be easily deceived (Ar., Call.).
Derivatives: κεπφόομαι be easily deceived, be simple (LXX, Cic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word has perhaps an expressive-popular gemination, but is further unknown. A by-form is κεμπός κοῦφος, ἐλαφρὸς ἄνθρωπος H. (Grošelj Živa Ant. 7, 43; cf. the description of the κέπφος in H.: εἶδος ὀρνέου κουφοτάτου κτλ.). - Solmsen IF 30, 7 n. 1 compared Lat. hebes, but the birds name is no coubt primary. On the facts Thompson Birds s. v. - The prenasalized form shows that the word is Pre-Greek. Cf. on κάμπος.

Middle Liddell

κέπφος, ὁ,
a sea-bird:—metaph. a booby, Ar.

Frisk Etymology German

κέπφος: {képphos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines unbekannten Wasservogels, gewöhnlich, aber ohne eigentlichen Grund, mit dem Sturmvogel, Thalassidroma pelagica identifiziert (Arist., Thphr., Lyk., Nik.); auch übertr. von einem leicht zu täuschenden, einfältigen Menschen (Ar., Kall.).
Derivative: Davon κεπφόομαι sich leicht täuschen lassen, einfältig sein (LXX, Cic.).
Etymology: Das Wort enthält offenbar eine expressiv-volkstümliche Gemination, ist aber sonst unerklärt. Eine Nebenform ist κεμπός· κοῦφος, ἐλαφρὸς ἄνθρωπος H. (Grošelj Živa Ant. 7, 43; vgl. die Beschreibung des κέπφος bei H.: εἶδος ὀρνέου κουφοτάτου κτλ.). — Solmsen IF 30, 7 A. 1 vergleicht lat. hebes, aber der Vogelname ist ohne Zweifel primär. Zum Sachlichen Thompson Birds s. v.
Page 1,821-822