A to be white, E.Fr.73, Philod.Scarph.126 (prob.), Opp.C. 3.299:—in Pass., Nonn.D.34.145 (s. v.l.).
ἀργαίνω: λευκαίνω, ποιῶ τι λευκόν, «ἀργαίνειν, τὸ λευκαίνειν παρ’ Εὐριπίδῃ ἐν Ἀλκμέωνι» Εὐστ. 1430, (Εὐρ. Ἀποσπ. 74), Ὀππ. Κυνηγ. 3. 299.