ή, όν,
A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.
[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.
συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.