στενακτός

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be mourned, giving cause for grief, ἀνήρ S.OC1663; ἄτα E.HF917 (lyr.).    2 mournful, ἰαχά Id.Ph.1302 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 935] stöhnend, seufzend, ἰαχά, Eur. Phoen. 1311, – beseufzt, zu beklagen, Soph. O. C. 1659, ἄτα Eur. Herc. F. 917.

Greek (Liddell-Scott)

στενακτός: -ή, -όν, δι’ ὃν στενάζει τις, ὁ παρέχων αἰτίας πρὸς στεναγμόν, ἀνὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1663· ἄτη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 917. 2) θλιβερός, λυπηρός, θρηνητικός, ἰαχὴ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1302.