θλιβερός
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ά, όν, (θλίβω)
A chafing, rubbing, Paul.Aeg.6.106.
II oppressive, Just.Nov.135.1.
German (Pape)
[Seite 1212] eng, drückend, Sp., im eigtl. u. übertragenen Sinne, gedrückt, elend.
Greek (Liddell-Scott)
θλῑβερός: -ά, -όν, (θλίβω) συντεθλιμμένος, στενός, Παῦλ. Αἰγ. σ. 218. Εὐστ. Πονημ. 90. 65· ― πεπιεσμένος, βεβαρημένος, Achmes Ὀνειρ. 200, 259. ΙΙ. ἐνεργ., καταθλιπτικός, αὐτόθι 333.
Greek Monolingual
και χλιβερός -ή, -ό (Μ θλιβερός, -ά, -όν)
(νεοελλ.-μσν.)
1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα»)
2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ' άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.)
3. αυτός που είναι στερημένος από κάθε χαρά («είναι θλιβερός άνθρωπος»)
4. (για λόγο, όψη, στάση, βλέμμα κ.λπ.) αυτός που φανερώνει θλίψη και πικρία, θλιμμένος, λυπημένος
μσν.
1. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος, συνθλιμμένος, στενός
2. καταπιεστικός, καταθλιπτικός.
επίρρ...
θλιβερώς και θλιβερά
με τρόπο θλιβερό, με θλίψη, λυπημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θλίβω + επίθημα -ερός (πρβλ. ζοφερός, τρυφερός)].