ον,
A separated, chosen, Inscr.in Sauciuc Andros130, Opp.H.3.266.
[Seite 309] abgesondert, ausgewählt, Opp. H. 3, 266.
ἀπόκρῐτος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 266. -Ἐπίρρ. -τως Δίδυμ. π. Τριάδ. 2. 8, σ. 213.