ἐκλεκτός

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλεκτός Medium diacritics: ἐκλεκτός Low diacritics: εκλεκτός Capitals: ΕΚΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: eklektós Transliteration B: eklektos Transliteration C: eklektos Beta Code: e)klekto/s

English (LSJ)

ἐκλεκτή, ἐκλεκτόν,
A picked out, select, Ibyc.22, Th.6.100; τὸ τῶν ἐκλεκτῶν δικαστήριον Pl.Lg.938b; ἐκλεκτοὶ δικασταί = Lat. iudices selecti, OGI499.3(ii A.D.). Adv. ἐκλεκτῶς interpol. in Suid.s.v. ἐπίλεκτος.
2 choice, pure, σμύρνη LXXEx.30.23; βοήθημα Asclep. ap. Aët.9.12; ἀνδρών PRein.43.9 (ii A.D.); ἐκλεκτόν = corn, Aq.Ps.64(65).14.
II chosen of God, elect, LXXIs.43.20, Ev.Marc.13.20, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Grafía: graf. ἐγλ- BGU 2483.8 (III d.C.)
I de cosas
1 recogido (λίθος) glosado como λογαῖος Ibyc. en Str.1.3.18 (cf. Ibyc.40), ὅπλα procedentes del botín, Plb.3.87.3
subst. (τὸ) ἐ. lo recogido, lo recolectado, cosecha de cereal, Aq.Ps.64.14.
2 escogido, selecto, excelente ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς μνημείοις ἡμῶν θάψον entierra (a Sara) en (alguno) de nuestros mejores enterramientos LXX Ge.23.6, ἅρματα LXX Ex.14.7, σμύρνη LXX Ex.30.23, ἐλαίας ἐγλεκ[τῆς μελ] αίνης de aceituna negra selecta, BGU l.c., ἐκκόψουσιν τὰς ἐκλεκτὰς κέδρους LXX Ie.22.7, λίθοι LXX 2Es.5.8, βοήθημα Asclep. en Aët.9.12, ἀνδρών PRein.43.9 (II d.C.), tb. de anim. (βόες) ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξίν LXX Ge.41.2.
II de pers. elegido, en cont. milit. escogido, de élite τῶν ψιλῶν τινὰς ἐκλεκτούς Th.6.100, cf. LXX Id.20.34, I.AI 7.59
jur., esp. de jueces para casos especiales designado ἐκλεκτοὺς γίνεσθαι δικαστὰς ἐκ τῶν νῦν ἀεὶ περυσινῶν ἀρχόντων Pl.Ep.356d, trad. de lat. iudices selecti, ITralleis 51.3 (II d.C.)
subst. τὸ τῶν ἐκλεκτῶν δικαστήριον Pl.Lg.938b, 948a
de ciudad excelso πόλις GVI 1160.1 (Misia I d.C.?), ref. Hierápolis, Aberc.Epitaph.1
relig., esp. jud.-crist. elegido por la divinidad, tb. como puro, santo ὑιοὶ Ιακωβ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ LXX Ps.104.6, πόλις LXX Si.49.6, Eu.Marc.13.20, ἀποδεδοκιμασμένον παρὰ δὲ θεῷ ἐκλεκτὸν ἔντιμον 1Ep.Petr.2.4, ἐκλεκτοὶ πιστοὶ Ἑβραῖοι Orac.Sib.2.175, ὀπάων Χριστοῦ, ἐ. δὲ τοῦ θεοῦ MAMA 1.237.9 (Laodicea, crist.)
etim. alegór. (νοῦς) en la etim. del n. de Abraham, Ph.1.589, ἄμπελος Didym.Gen.186.26
subst. (ὁ) ἐ. el elegido μετὰ τοῦ ἐκλεκτοῦ ἐ. ἔσῃ LXX Ps.17.27, Μωυσῆς ὁ ἐ. αὐτοῦ LXX Ps.105.23, cf. Is.42.1, 43.20, del Mesías ὁ χριστὸς τοῦ θεοῦ ὁ ἐ. Eu.Luc.23.35
οἱ ἐκλεκτοί los elegidos op. κατηχούμενοι entre los maniqueos, Manes 35.6, de mujeres, Theonas Ep.32; τὸ ἐ. op. τὸ κλητόν entre los gnósticos, Clem.Al.Ex.Thdot.58, cf. 1, Sext.Sent.1, 2, 35.
III adv. ἐκλεκτῶς = con pureza o encarecidamente καταφιλήσατε ἐ. Aq.Ps.2.11.

German (Pape)

[Seite 767] auserlesen, Plat. u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
choisi.
Étymologie: ἐκλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλεκτός: избранный, отборный (τῶν ψιλῶν ἐκλεκτοί Thuc.; τὸ τῶν ἐκλεκτῶν δικαστήριον Plat.; πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλεκτός: -ή, -όν, (ἐκλέγω), ὁ ἐκλελεγμένος, «διαλεχτός», Ἴβυκ. 32, Θουκ. 6. 100. Πλάτ., κλ. ΙΙ. ἐν τῇ Κ.Δ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., οἱ ἐκλεκτοί, οἱ ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλεχθέντες.

English (Strong)

from ἐκλέγομαι; select; by implication, favorite: chosen, elect.

English (Thayer)

ἐκλεκτή, ἐκλεκτόν (ἐκλέγω), picked out, chosen; rare in Greek writ:, as Thucydides 6,100; Plato, legg. 11, p. 938b.; 12,948a., etc.; the Sept. for בָּחוּר and בָּחִיר; in the N.T.
1. chosen by God, and a. to obtain salvation through Christ (see ἐκλέγω); hence, Christians are called οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, the chosen or elect of God (cf. Winer's Grammar, 35 (34); 234 (219)), (יְהוָה בְּחִירֵי, said of pious Israelites Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, as the genitive of possessor, T Tr omit the genitive); κλητοί καί ἐκλεκτοί καί πιστοί, γένος ἐκλεκτόν, 8:12 t] (ἐκλεκτοί, those who have become true partakers of the Christian salvation are contrasted with κλητοί, those who have been invited but who have not shown themselves fitted to obtain it (others regard the 'called' and the 'chosen' here as alike partakers of salvation, but the latter as the 'choice ones' (see 2below), distinguished above the former; cf. James Morison or Meyer at the passage), T WH omit; Tr brackets the clause); ἐκλεκτοί who are destined for salvation but have not yet been brought to it, ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ, as appointed by God to the most exalted office conceivable: L marginal reading T Tr WH; cf. Dillmann, Das Buch Henoch (übers. u. erkhärt; allgem. Einl.), p. 23:
c. Angels are called ἐκλεκτοί, as those whom God has chosen out from other created beings to be peculiarly associated with him, and his highest ministers in governing the universe: ἅγιος, 1b.; μαρτύρομαι δέ ἐγώ μέν ὑμῶν τά ἅγια καί τούς ἱερούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, Josephus, b. j. 2,16, 4under the end; (yet others explain by 1 Timothy, the passage cited).
2. universally, choice, select, i. e. the best of its kind or class, excellent, preeminent: applied to certain individual Christians, ἐν κυρίῳ added, eminent as a Christian (see ἐν, I:6b.), λίθος, Isaiah 28:16; 2Esdr. 5:8; Enoch, chapter 8 Greek text, Dillmann edition, p. 82 f).

Greek Monolingual

και εκλεχτός, -ή, -ό (AM ἐκλεκτός, -ή, -όν)
1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός
2. αυτός που εκλέχθηκε σ' ένα αξίωμα
3. εξαιρετικής ποιότητας
4. ως ουσ. οι εκλεκτοί
αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι του θεού («πολλοὶ κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»)
νεοελλ.
ο εκλεκτός
υποδεκανέας του ιππικού
μσν.
οἱ ἐκλεκτοί
η στρατιωτική φρουρά της Κωνσταντινουπόλεως που σε καιρό πολέμου συνόδευε τον αυτοκράτορα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλεκτόν
το σιτάρι.

Greek Monotonic

ἐκλεκτός: -ή, -όν (ἐκλέγω),
I. επίλεκτος, διαλεχτός, εκλεκτός, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. οἱ ἐκλεκτοί, αυτοί που έχουν επιλεχθεί από το Θεό, οι εκλεκτοί του Θεού, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐκλεκτός, ή, όν ἐκλέγω
I. picked out, select, Thuc., Plat., etc.
II. οἱ ἐκλεκτοί, the elect, NTest.

Chinese

原文音譯:™klektÒj 誒克-累克拖士
詞類次數:形容詞(23)
原文字根:出去-安置(說了) 相當於: (בָּחוּר‎ / בָּחַר‎) (בָּרוּר‎ / בָּרַר‎)
字義溯源:選出的,揀選的,蒙揀選的,選上的,選民;源自(ἐκλέγομαι)=挑選);由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成。新約所說的‘揀選’,有四個基本的原則:
1)關於神揀選以色列人作他的選民,他們有其特權和責任,是有別於其他所有的人(羅九章)
2)關於揀選一些個別的人,是有其特定的任務和事奉的( 加1:15,⋯)
3)關於神在基督裏所揀選的人,是為著神的救恩( 弗1:3-12)
4)關於神揀選教會,是為著基督的身體的( 弗1:22,23)
出現次數:總共(23);太(5);可(3);路(2);羅(2);西(1);提前(1);提後(1);多(1);彼前(4);約貳(2);啓(1)
譯字彙編
1) 選民(9) 太24:22; 太24:24; 太24:31; 可13:20; 可13:22; 可13:27; 路18:7; 西3:12; 提後2:10;
2) 蒙揀選的(3) 羅16:13; 提前5:21; 約貳1:1;
3) 所揀選(3) 路23:35; 彼前2:4; 彼前2:6;
4) 蒙揀選(2) 彼前1:1; 約貳1:13;
5) 被揀選的(1) 彼前2:9;
6) 被選的(1) 啓17:14;
7) 所揀選的(1) 羅8:33;
8) 選上的人(1) 太22:14;
9) 被選上的(1) 太20:16;
10) 選民的(1) 多1:1

English (Woodhouse)

chosen, singled out

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

electus, chosen, elected, 6.100.1, [Vat. Vatican manuscript ἐπιλεκτοὺς]