πινακίσκος

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, Dim. of

   A πίναξ 2, Ar.Pl. 813,Fr.532, Pherecr.108.14, Pl.Com.119, Lync.1.6.

German (Pape)

[Seite 616] ὁ, = πινακίδιον, Ar. Plut. 813.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινακίδιον, Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 4. 14, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 1· ἴδε πίναξ 2.