πίναξ
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
English (LSJ)
[ῐ], πίνᾰκος, ὁ,
A board, plank, πίνακάς τε νεῶν Od.12.67; εὐγόμφοισιν… πινάκεσσιν Opp.H.1.194, cf. πινακηδόν; πίνακος κουρά sawdust, Hsch.: hence of things made of flat wood, metal, etc.,
1 drawing-tablet or writing-tablet = δέλτος, γράψας ἐν π. πτυκτῷ Il.6.169; πίναξιν… ἐγγεγραμμένα A.Supp.946; πινάκων ξεστῶν δέλτοι Ar.Th.778; ἐν χρυσῷ π. γράψαντες Pl.Criti.120c, cf. R.501a; of a votive tablet hung on the image of a god, A.Supp.463, cf. Arist.Pol.1341a36, IG42(1).121.24(Epid., ivB. C., pl.), Herod.4.19, Str.8.6.15(pl.), etc.; πίνακες = tables or catalogues of authors, name of a work by Callimachus, D.L. 8.86, cf. Ath.6.244a, 13.585b, Suid. s.v. Καλλίμαχος; lists of philosophers, Plu.Sull.26; αἵ τ' ἀναγραφαὶ τῶν π. αἵ τε βυβλιοθῆκαι Phld. Sto.339.13.
2 trencher, platter, κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.141, cf. 16.49; ἐπ' ἀργυροῦ π. Philippid.9.4; π. χαλκοῦς Ath.4.128d; salver, πίνακα… μέγαν, ἔχοντα μικροὺς πέντε πινακίσκους Lync.1.5, cf. 17,19; πίνακες ὑέλινοι Aët.7.106.
3 board for painting on, picture, Simon.178, Anaxandr.33.2; π. οἱ γραφόμενοι Thphr. HP 5.7.4, cf. IG 11(2).161A75 (Delos, iii B. C.).
4 generally, plate with anything drawn or engraved on it, χάλκεος πίναξ, of a map, Hdt.5.49, cf. Plu. Thes.1; πίναξ γεωγραφικός, first made by Anaximander, Str.1.1.11.
5 board or tablet on which astronomical tables were drawn, ἡ περὶ πίνακα μέθοδος the art of casting nativities, Plu.Rom.12; ἀγυρτικοὶ πίνακες Id.Comp.Arist.Cat.3, cf. πινάκιον ΙΙ.3.
b prov., ἐκ πίνακος καὶ πυλαίας, of a trivial fiction, Id.2.386b.
6 public notice-board or register, πίναξ ἐκκλησιαστικός D.44.35, etc.; but δαμόσιος πίναξ = public archive, SIG671A15 (Delph., ii B. C.).
7 strop, to sharpen knives on, Thphr. HP 5.5.1.
8 toy-theatre for marionettes, HeroAut. 23.1, al. (Cf. OSlav. pǐnǐ 'tree-stump'.)
German (Pape)
[Seite 616] πίνακος, ὁ (nach Einigen mit pinus verwandt, eigtl. sichtenes Brett, nach Buttmann mit πλάξ zusammenhangend, wie auch sonst ν und λ wechseln; fälschlich von πίνω abgeleitet, Trinkschaale), das Brett; Od. 12, 67, Bretterwerk der Schiffe; Opp. Hal. 1, 194 u. A., vgl. πινακηδόν u. Schol. daselbst; – eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt, Il. 6, 169, u. so für Schreibtafel bei den Folgdn; ταῦτ' οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα, Aesch. Suppl. 924; ἐν χρυσῷ πίνακι γράψαντες, Plat. Critia. 120 c; Dem. 43, 18 u. sonst. – In der Od. 1, 141. 4, 57. 16, 49, κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten; ξεστοὶ πίνακες Ar. Th. 778; welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Ath. oft aus comic. – Rechentafel, Plut. – Zeichnung, Gemälde, Her. 5, 49; weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden, Ath. XII, 543 u. sonst; Dem. 44, 35; Anschlagebrett, Etwas bekannt zu machen, Verzeichniß, Landkarte, Plut. Thes. 1; Inhaltsanzeige, Register u. dgl., Sp. – Bei Plut. Rom. 12 ist ἡ περὶ τὸν πίνακα μέθοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers, compar. Arist. 3.
French (Bailly abrégé)
πίνακος (ὁ) :
planche, ais, p. anal.
1 plat pour servir les mets, assiette;
2 tablette pour tracer des signes ou pour écrire;
3 planche pour peindre ; tableau;
4 carte géographique;
5 table d'astrologie, planche magique des diseurs de bonne aventure;
6 planche d'affichage ; liste.
Étymologie: DELG terme techn. en -αξ, mais aucun rapproch. satisfaisant pour le radical du mot.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίναξ, πίνακος, ὁ plat voorwerp, meestal van hout plank:. πίνακας... νεῶν scheepsplanken Od. 12.67. bord, schotel:. τοῖσιν δ’ αὖ κρειῶν πίνακας παρέθηκε συβώτης ὀπταλέων voor hen zette de zwijnenhoeder borden met geroosterd vlees neer Od. 16.49. plankje om op te schrijven schrijftafel. beschreven schrijftafel, bijv. lijst, catalogus; landkaart; astrologische kaart. votieftablet:. δῆλον... ἐκ τοῦ πίνακος ὃν ἀνέθηκε Θράσιππος het blijkt uit het votieftablet dat Thrasippus heeft laten opstellen Aristot. Pol. 1341a36.
Russian (Dvoretsky)
πίναξ: πίνᾰκος (ῐ) ὁ
1 доска: πίνακες νεῶν Hom. доски (разбитых) кораблей;
2 дощечка для записей, писчая табличка (γράφειν ἐν πίνακι Hom.);
3 культ. вотивная табличка: πίναξι βρέτεα κοσμῆσαι Aesch. украсить вотивными табличками статуи богов;
4 реестр, список, указатель, Dem., Plut.;
5 географическая карта (χάλκεος π. Her.): τὰ ἔσχατα μέρη τῶν πινάκων Plut. края географических карт, т. е. край света;
6 астрономическая или астрологическая таблица: ἅπτεσθαι τῆς περὶ τὸν πίνακα μεθόδου Plut. заниматься составлением гороскопов;
7 доска для кушаний, поднос или блюдо (κρειῶν πίνακες Hom.);
8 произведение живописи, картина (πίνακα γράψαι μάχης Plut.).
English (Autenrieth)
ακος: board, ship's timbers, planks, Od. 12.67; tablet, Il. 6.169; wooden plate or trencher for meat, Od. 1.141.
English (Strong)
apparently a form of πλάξ; a plate: charger, platter.
English (Thayer)
πίνακος, ὁ (common thought to be from ΠΙΝΟΣ a pine, and so properly, 'a pine-board'; according to the conjecture of Buttmann, Ausf. Spr. i. 74n., from πναξ for πλάξ (i. e. anything broad and flat (cf. English plank)) with ἰ inserted, as in πινυτός for πνυτος (according to Fick i. 146 from Sanskrit pinaka, a stick, staff)), from Homer down;
1. a board, a tablet.
2. a dish, plate, platter: Homer, Odyssey 1,141; 16,49; others.
Greek Monolingual
ο / πίναξ, πίνακος, ΝΜΑ
1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» — κατάλογος με τους τίτλους των κεφαλαίων ή των θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου
β. «πίνακας άγνωστων λέξεων» γ. «χρονολογικός πίνακας» — πίνακας, στον οποίο αναγράφονται με τη σειρά οι χρονολογίες διαφόρων γεγονότων
δ. «πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδεία διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν»)
2. εικόνα, παράσταση ζωγραφισμένη επάνω σε σανίδα
νεοελλ.
1. ξύλινο τετράγωνο ή ορθογώνιο, βαμμένο με μαύρο ή πράσινο χρώμα, στερεωμένο στον τοίχο του σχολείου, επάνω στο οποίο γράφουν με κιμωλία, αλλ. μαυροπίνακας
2. έργο, παράσταση ζωγραφικής σε σανίδα ή οθόνη, καναβάτσο κ.α.
3. εικόνα, σχέδιο, παράσταση, διάγραμμα, τυπωμένα πάνω σε χαρτί («πίνακες εκτός κειμένου»)
4. (ειδικά) σύνολο όρων, συμβόλων ή αριθμών ταξινομημένων σε οριζόντιες και κάθετες στήλες στα πλαίσια ενός κειμένου («περιοδικός πίνακας του Μεντελέγεφ»)
5. (ηλεκτρολ.) σύνολο εξαρτημάτων και οργάνων που προορίζονται για τον έλεγχο της λειτουργίας ή της κατάστασης των ηλεκτρικών κυκλωμάτων, καθώς και για τον χειρισμό τους (α. «πίνακας εισαγωγής» β. «γενικός πίνακας» γ. «πίνακας διανομής»)
6. εκκλ. κατάλογος θεολογικών ή άλλων έργων, η ανάγνωση των οποίων απαγορευόταν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή τουλάχιστον επιτρεπόταν μόνο μετά από ειδική άδεια και για ειδικούς λόγους
7. φρ. α) «άγραφος πίνακας» — όρος που σχετίζεται με τη γνωσιοθεωρία του Άγγλου φιλοσόφου Τζων Λοκ που θέλησε έτσι να υπογραμμίσει ότι ο άνθρωπος δεν έχει έμφυτες ιδέες και ότι κατά τη γέννηση του ατόμου ο νους του είναι σαν τον άγραφο πίνακα, σαν άγραφο χαρτί πάνω στο οποίο «γράφονται» και εντυπώνονται μετά οι γνώσεις με την αγωγή και τη διαβίωσή του στο πλαίσιο της κοινωνίας
β) «μαύρος πίνακας» — ανεπίσημος θεσμός που υφίσταται κυρίως στις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες και στον οποίο γράφονται οι κακής πίστης έμποροι και επιχειρηματίες με άμεση συνέπεια τη στέρηση κάθε πιστωτικής διευκόλυνσης
γ) «πίνακες λογιστικής» — οι πίνακες που χρησιμοποιούνται στη γενική λογιστική για υποβοήθηση των λογιστικών εγγράφων και ελέγχων και στη λογιστική του κόστους για την κατανομή των δαπανών κατ' είδος στα κέντρα κόστους των λειτουργιών της παραγωγής, της διάθεσης, της διοίκησης, της χρηματοδότησης
μσν.-αρχ.
1. ξύλινο πινάκιο, γαβάθα
2. δίσκος ξύλινος, στον οποίο τοποθετούνται εδέσματα για να σερβιριστούν
3. σανίδα ή πλάκα στην οποία εγγράφονται αστρονομικά σχήματα
αρχ.
1. σανίδα («πίνακας... νεῶν», Όμ.Οδ.)
2. αναθηματικός πίνακας επάνω σε είδωλο
3. πίνακας, στον οποίο αναγράφονται δημόσιες κοινοποιήσεις, αρχείο
4. είδος ακονιού για μαχαίρια
5. θέατρο ανδρεικέλων, κουκλοθέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πίν-αξ, με επίθημα -αξ (πρβλ. κλίμαξ, σχίδαξ) συνδέεται μορφολογικά με τα: αρχ. σλαβ. pini «κορμός δέντρου, κούτσουρο» και αρχ. ινδ. pināka- «ράβδος, καλάμι». Η ελλ. λ., ωστόσο, εμφανίζει μια σημαντική σημασιολογική διαφοροποίηση από τους προηγούμενους τ., που μπορεί να συγκριθεί με τις σημ. του λατ. cōdex: «κορμός, στέλεχος δέντρου», αλλά και «πίνακας, βιβλίο»].
Greek Monotonic
πίναξ: [ῐ], πίνᾰκος, ὁ,
1. σανίδα, καδρόνι πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.
2. πίνακας για γράψιμο πάνω σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ.
3. δίσκος ή πιατέλα σερβιρίσματος, σε Ομήρ. Οδ.
4. πλάκα, εικόνα, Λατ. tabula, σε Σιμων.· γενικά, χαραγμένη πλάκα, λέγεται για γεωγραφικό χάρτη, σε Ηρόδ.
5. κατάλογος, πίνακας, λίστα, Λατ. album, σε Δημ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πίναξ: [ῐ], πίνᾰκος, ὁ, σανίς, πίνακάς τε νεῶν Ὁδ. Μ. 67· εὐγόμφοισιν… πινάκεσσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 194· πρβλ. πινακηδόν· πίνακος κουρά, «τὰ τμήματα, καὶ ἀποκαθάρματα τῶν ξύλων» Ἡσύχ.: ― ἐντεῦθεν ἐπὶ διαφόρων πραγμάτων κατασκευαζομένων ἐκ σανίδων, 1) πινακὶς πρὸς ζωγραφίαν ἢ γραφήν, ― τὸ παρὰ μεταγεν. δέλτος, πρῶτον ἐν Ἰλ. Ζ. 169, πτυκτὸς π. (ἴδε ἐν λ. γράφω)· πίναξιν... ἐγγεγραμμένα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 946· πινάκων ξεστῶν δέλτοι Ἀριστοφ. Θεσμ. 778· παρέμεινε δὲ τὸ ὄνομα καὶ μετὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ ὑλικοῦ, ἐν χρυσῷ πίνακι γράψαντες Πλάτ. Κριτί. 120C, πρβλ. Πολ. 401Α· ἐπὶ ἀναθηματικοῦ πίνακος κρεμαμένου ἐπὶ τοῦ εἰδώλου θεοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 12, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2007f· πρβλ. πινάκιον, πινακίς· ― Πίνακες δηλ. κατάλογοι συγγραφέων, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Καλλιμάχου, Διογ. Λ. 8. 86, πρβλ. Ἀθήν. 244Α, 585Β, Σουΐδ. ἐν λ. Καλλίμαχος. 2) «δίσκος» ἢ πινάκιον ἐκ ξύλου, κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Ὀδ. Α. 149, Π. 49· παρέμεινε δὲ τὸ ὄνομα καὶ μετὰ τὴν μεταβολὴν τῆς ὕλης, ἐπ’ ἀργυροῦ π. Φιλιππίδης ἐν «Ἀργυρίου ἀφανισμῷ» 1, πρβλ. Ἀθήν. 128D, E· ὡσαύτως «δίσκος» ἐφ’ οὗ τιθέμενα ἐδέσματα προσφέρονται, πίνακα... μέγαν, ἔχοντα μικροὺς πέντε πινακίσκους Λυγκεὺς ἐν «Κενταύρῳ» 1. 5. 3) σανὶς πρὸς ζωγραφίαν ἢ ἐζωγραφισμένη σανίς, εἰκών, Λατ. tabula, Σιμωνίδ. 147, 181· π. οἱ γραφόμενοι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 4· ἀκολούθ. 4) καθόλου, πλὰξ ἔχουσά τι γεγραμμένον ἢ κεχαραγμένον, χάλκεος π., ἐπὶ γεωγραφικοῦ πίνακος, Ἡρόδ. 5. 49, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 1· π. γεωγραφικός, οἷον πρῶτος ἐποίησεν ὁ Ἀναξίμανδρος, Στράβ. 7. 5) σανὶς ἢ πλὰξ ἐφ’ ἧς ἐγράφοντο ἀστρονονικὰ σχήματα, ἡ περὶ πίνακα μέθοδος, ὡροσκόπησις, Πλουτ. Ρωμ. 12, πρβλ. Wyttenb. 2. 386B. 6) πίναξ πρὸς ἀναγραφὴν δημοσίων ἐνταλμάτων, Λατ. album, Δημ. 1091. 7, Πλουτ. Σύλλ. 26, κτλ. 7) εἶδος ἀκόνης πρὸς ἀκόνησιν μαχαιρῶν, Schneid. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 1.
Frisk Etymological English
πίνακος
Grammatical information: m.
Meaning: wooden plank, dish, writing table, public statement, chart, painting (Il.).
Compounds: Some compp., e.g. πινακο-θήκη f. collection of paintings (Str.), λειχο-πίναξ m.. dish-licker as joking name (Batr.).
Derivatives: Several diminut.: πινάκ-ιον (Att.), -ίς (com.), -ίδιον (Hp., Arist.), -ίσκος (com.), -ίσκιον (Antiph.). Other derivv.: πινακ-ι-κός belonging to the board (Vett. Val.), -ιαῖος as thick (large) as a πίναξ (Hippiatr.), -ωσις f. timber-, tablework (Plu.); -ιδ-ᾶς m. πινακίδες salesman (Hdn. Gr.); -ηδόν like planks (Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word like κάμαξ, κλῖμαξ, στύραξ, πύνδαξ a. o. (Chantraine Form. 377f., Schwyzer 497). Since Fick 1, 83 a. 482 identified with Skt. pínākam n. staff, stick, Slav., e.g. CSl. pьnь, Russ. penь m. tree-stump, bobbin, stem; on the meaning cf. Lat. caudex (-o-) tree-trunk, bobbin, wooden table, book. The suffixal agreement between Greek and Skt. (except for the quantity) is hardly old. -- WP. 2, 71, Pok. 830, Vasmer s.v.; by Mayrhofer s.v. with reserve recommended. -- Without any doubt a Pre-Greek word; -ακ- is very frequent in Pre-Greek (but not in Furnée!).
Middle Liddell
πῐ́ναξ, πίνακος,
1. a board, plank, of a ship, Od.
2. a tablet for writing on, Il., Plat., etc.
3. a trencher, platter, Od.
4. a panel, picture, Lat. tabula, Simon.: generally, an engraved plate, of a map, Hdt.
5. a register, list, Lat. album, Dem., etc.
Frisk Etymology German
πίναξ: πίνακος
{pínaks}
Grammar: m.
Meaning: hölzernes Brett, Teller, Schreibtafel, öffentliches Verzeichnis, Karte, Gemälde (seit Il.).
Composita: Einige Kompp., z.B. πινακοθήκη f. Gemäldesammlung (Str.), λειχοπίναξ m.. Tellerlecker als Scherzname (Batr.).
Derivative: Mehrere Deminutiva: πινάκιον (att. usw.), -ίς (Kom. u.a.), -ίδιον (Hp., Arist. u.a.), -ίσκος (Kom.), -ίσκιον (Antiph.). Sonstige Abl.: πινακι-κός zur Tafel gehörig (Vett. Val. u.a.), -ιαῖος ‘dick (groß) wie ein πίναξ’ (Hippiatr.), -ωσις f. ‘Brett-, Tafelwerk’ (Plu.); -ιδᾶς m. Verkäufer von πινακίδες (Hdn. Gr.); -ηδόν brettweise (Ar.).
Etymology: Technisches Wort wie κάμαξ, κλῖμαξ, στύραξ, πύνδαξ u. a. m. (Chantraine Form. 377f., Schwyzer 497). Seit Fick 1, 83 u. 482 mit aind. pínākam n. Stab, Stock, slav., z.B. ksl. pьnь, russ. penь m. Baumstumpf, Klotz, Stamm zusammengestellt, was gewiß möglich ist; zur Bed. vgl. lat. caudex (-o-) Baumstamm, Klotz, hölzerne Tafel, Buch. Die suffixale Übereinstimmung zwischen Griech. und Aind. (bis auf die Quantität) ist kaum alt. — WP. 2, 71, Pok. 830, Vasmer s.v.; von Mayrhofer s.v. mit Rückhalt empfohlen.
Page 2,539
Chinese
原文音譯:p⋯nax 披那克士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:木板
字義溯源:盤子,盤,碟;源自(πλάξ)=模板);而 (πλάξ)出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(5);太(2);可(2);路(1)
譯字彙編:
1) 盤子(4) 太14:8; 太14:11; 可6:25; 可6:28;
2) 盤(1) 路11:39
English (Woodhouse)
map, for writing on, for writing, tablet for writing
Mantoulidis Etymological
(=σανίδα, ξύλινη πλάκα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν ἀπό τό pinus (=πεῦκο). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό πλάξ.