εὐπρυμνής

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A well-steering, well-governing, εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρυμνής: -ές, καλῶς διευθύνων (τὸ πλοῖον), καλῶς κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς χάριν, ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς χάριν, καὶ ἄλλοι ἄλλως.