διόρθωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A making straight, setting right, Hp.Art.33 (pl.); instrument or means of setting right, δ. τι ἐντιθέναι εἰς . . ib.37; means of correction, Arist.Pol.1284b20. II amendment, Plu.Num.17; revision, νόμου PRev.Laws 57.1 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 635] τό, Berichtigung, Verbesserung. Arist. pol. 3. 13; τὸ περὶ τὸν νόμον Plut. Num. 17.
Greek (Liddell-Scott)
διόρθωμα: τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· ὄργανον ἢ μέσον πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, αὐτόθι 802. ΙΙ. διόρθωσις σφάλματος, τροποποίησις, βελτίωσις, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.