[ῡ], τό,
A = ποτίρριον, Dsc.3.15. 2 = βατράχιον1, Ps.- Dsc.2.175.
[Seite 1311] τό, eine Pflanze, auch βατράχιον genannt, Diosc.
φρύνιον: [ῡ], τό, φυτόν τι, ἄλλως βατράχιον καὶ ποτήριον, Διοσκ. 3. 17.