ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A solid-footed, Hippiatr.95; gloss on χαλκόπους, Sch.D Il. 8.41.
[Seite 937] ποδος, mit hartem Fuße, Schol. Il. 8, 41.
στερεόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., ὡσαύτως συνώνυμ. τῷ χαλκόπους.