σημειωτέος

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be noted as an exception, A.D.Pron.54.14, etc.    2 σημειωτέον, one must note, Sor.2.8, Sch.Ar.Av.417, etc.

German (Pape)

[Seite 875] zu bezeichnen, zu bemerken.

Greek (Liddell-Scott)

σημειωτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ σημειώσῃ τις ὡς ἐξαίρεσιν, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5, κτλ. 2) σημειωτέον, πρέπει τις νὰ σημειώσῃ, Γραμμ.