σημειωτέος
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
α, ον,
A to be noted as an exception, A.D.Pron.54.14, etc.
2 σημειωτέον, one must note, Sor.2.8, Sch.Ar.Av.417, etc.
German (Pape)
[Seite 875] zu bezeichnen, zu bemerken.
Greek (Liddell-Scott)
σημειωτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ σημειώσῃ τις ὡς ἐξαίρεσιν, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5, κτλ. 2) σημειωτέον, πρέπει τις νὰ σημειώσῃ, Γραμμ.
Greek Monolingual
-α, -ο / σημειωτέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πρέπει να σημειωθεί
νεοελλ.
1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση»)
2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, -ώνω + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. διαιρετέος)].