σοφιστέον
English (LSJ)
A one must contrive, ὅπως ἂν . . Arist.Pol.1319b25.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μηχανευθῇ, ἐπινοήσῃ, ὅπως ἄν.. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19.
A one must contrive, ὅπως ἂν . . Arist.Pol.1319b25.
σοφιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μηχανευθῇ, ἐπινοήσῃ, ὅπως ἄν.. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19.