οἰστροπλάνεια
English (LSJ)
[πλᾰ], ἡ,
A causing the wanderings of madness, epith. of Hecate, PMag.Par.1.2868.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροπλάνεια: ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδ. ὑπὸ Miller ἐν Mél. de litter gr. σ. 455.
[πλᾰ], ἡ,
A causing the wanderings of madness, epith. of Hecate, PMag.Par.1.2868.
οἰστροπλάνεια: ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδ. ὑπὸ Miller ἐν Mél. de litter gr. σ. 455.