οἰστροπλάνεια

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροπλάνεια Medium diacritics: οἰστροπλάνεια Low diacritics: οιστροπλάνεια Capitals: ΟΙΣΤΡΟΠΛΑΝΕΙΑ
Transliteration A: oistropláneia Transliteration B: oistroplaneia Transliteration C: oistroplaneia Beta Code: oi)stropla/neia

English (LSJ)

[πλᾰ], ἡ, causing the wanderings of madness, epithet of Hecate, PMag.Par.1.2868.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλάνεια: ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδ. ὑπὸ Miller ἐν Mél. de litter gr. σ. 455.

Spanish

que empuja a la locura

Greek Monolingual

οἰστροπλάνεια, ἡ (Α)
(για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλανῶμαι].

Léxico de magia

que empuja a la locura ref. a Hécate-Selene σαρκοφάγε καὶ ἀωροβόρε, καπετόκτυπε, οἰ. comedora de carne, que devoras a los que mueren prematuramente, que golpeas las tumbas, que empujas a la locura P IV 2868