φαλιόπους

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,

   A white-footed, Id.

German (Pape)

[Seite 1253] ουν, gen. ποδος, weißfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλιόπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων πόδα, λευκόπους, «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.