ον,
A without conversation, βίος solitary life, Phryn.Com.18.
ἀδιάλεκτος: ὁ ἄνευ διαλέξεως, ἀδ. βίος, μεμονωμένος βίος· Φρύν. κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1.