[φᾰ], ον,
A meal-fed, γρόμφις Hippon.69.
[Seite 532] γρόμφις, Hippocr. in Phot. lex. nach Porson's Conj., Mehl fressend.
πασπᾰληφάγος: -ον, ὁ μὲ πασπάλην τρεφόμενος, γρομφὰς (ὗς παλαιά, σκρόφα) Ἱππῶναξ 63, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει γρομφάς.