πασπαληφάγος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασπᾰληφάγος Medium diacritics: πασπαληφάγος Low diacritics: πασπαληφάγος Capitals: ΠΑΣΠΑΛΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: paspalēphágos Transliteration B: paspalēphagos Transliteration C: paspalifagos Beta Code: paspalhfa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, meal-fed, γρόμφις Hippon.69.

German (Pape)

[Seite 532] γρόμφις, Hippocr. in Phot. lex. nach Porson's Conj., Mehl fressend.

Greek (Liddell-Scott)

πασπᾰληφάγος: -ον, ὁ μὲ πασπάλην τρεφόμενος, γρομφὰς (ὗς παλαιά, σκρόφα) Ἱππῶναξ 63, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει γρομφάς.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέφεται με πασπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πασπάλη + -φάγος].