διατρεπτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A dissuasive, λόγος Plu.2.788f.
German (Pape)
[Seite 607] ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.
Greek (Liddell-Scott)
διατρεπτικός: -ή, -όν, μεταπειστικός, ἀποτρεπτικός, Πλούτ. 2. 788F.
ή, όν,
A dissuasive, λόγος Plu.2.788f.
[Seite 607] ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.
διατρεπτικός: -ή, -όν, μεταπειστικός, ἀποτρεπτικός, Πλούτ. 2. 788F.