διατρεπτικός
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
διατρεπτική, διατρεπτικόν, dissuasive, λόγος Plu.2.788f.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 disuasorio λόγος Plu.2.788f
•sup. neutr. plu. como adv. διατρεπτικώτατα de forma totalmente disuasoria δυσωπεῖ Clem.Al.Strom.2.10.47.
2 adv. -ῶς dando vueltas, rodando glos. a περιστροφάδην Sch.Opp.H.5.146.
German (Pape)
[Seite 607] ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à détourner, à dissuader.
Étymologie: διατρέπω.
Russian (Dvoretsky)
διατρεπτικός: отклоняющий, отговаривающий, разубеждающий (λόγος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διατρεπτικός: -ή, -όν, μεταπειστικός, ἀποτρεπτικός, Πλούτ. 2. 788F.
Greek Monolingual
διατρεπτικός, -ή, -όν (Α)
αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.).