ἱάραξ
English (LSJ)
Dor. for ἱέραξ, Hsch., perh. to be read in Epich.68.
Greek (Liddell-Scott)
ἱάραξ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἱέραξ, Ahr. Δωρ. Διάλ. § 16.
Dor. for ἱέραξ, Hsch., perh. to be read in Epich.68.
ἱάραξ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἱέραξ, Ahr. Δωρ. Διάλ. § 16.