παραισθάνομαι

Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A remark or hear of by the way, τινος X.Cyr.4.2.30: abs., οὐχὶ παρῄσθευ; Theoc.5.120.    II misperceive, be subject to illusory perceptions, Pl.Tht.157e, Aret.SD1.6, Iamb.Protr.2.

German (Pape)

[Seite 480] (s. αἰσθάνομαι), nebenbei oder unter der Hand, auch falsch bemerken; neben παροράω u. παρακούω, Plat. Theaet. 157 e; ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων, πυθόμενοι τὸ γιγνόμενον, Xen. Cyr. 4, 2, 30; Sp.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ; Theocr. 5, 120.

Greek (Liddell-Scott)

παραισθάνομαι: μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ ἀκούω περί τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι ἐσφαλμένως, ὑπόκειμαι εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.