[Seite 476] ἡ, das Nebeneinanderstellen u. Trennen (?).
παραδιάζευξις: ἡ, τὸ παραδιαζευγνύειν, λέξις ἀμφιβαλλομένη, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.