φάγαινα

Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

[φᾰ], ἡ,

   A = ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία, Ammon.Diff. p.136V.    II = φαγέδαινα 1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1249] ἡ, Freßsucht, Heißhunger, – übh. = φαγέδαινα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φάγαινα: ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = φαγέδαινα 1, «φάγαινα· φαγέδαινα, νόσος, φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.