φαγέδαινα
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ἡ,
A cancerous sore, canker, A.Fr.253, E. Fr.792, Hp. Aër.10, D.25.95, IG42(1).123.135 (Epid., iv B. C.), Gal.7.727.
2 a disease of bees, Colum.9.13.10.
II = φάγαινα 1, Gal. 19.419.
German (Pape)
[Seite 1249] ἡ, 1) ein um sich fressendes, krebsartiges Geschwür, φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσθίει ποδός Aesch. frg. 231, u. Dem. 25, 95. – 2) = φάγαινα, Medic.
French (Bailly abrégé)
ulcère.
Étymologie: φαγεῖν, δάκνω.
Russian (Dvoretsky)
φᾰγέδαινα: ἡ φαγεῖν разъедающая язва, злокачественный нарыв Aesch., Eur., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰγέδαινα: ἡ, καρκινῶδες ἕλκος, καρκίνος, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 287, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 246, Εὐρ. Ἀποσπ. 790, Δημ. 798. 23· «φαγέδαινα, ἕλκωσις ἄχρι τῶν ὀστῶν διαδιδοῦσα ταχείᾳ νομῇ μετὰ φλεγμονῆς, ἰχῶρας δυσώδεις ἀφιεῖσα καὶ πρὸς θάνατον ῥέπουσα» Πολυδ. Δ΄, 206· ― νόσημά τι τῶν μελισσῶν, Columella R. R. 9. 13. 10. ΙΙ. = φάγαινα Ι, Γαλην. ΙΙ, 262C, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1679.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ιατρ. ελκώδης διαβρωτική εξεργασία
μσν.
νόσος τών μελισσών
αρχ.
1. καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή («φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσθίει ποδός», Αισχύλ.)
2. ακόρεστη πείνα, αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν), μέσω ενός αμάρτυρου τ. φαγ-εδών —με επίθημα -εδών (πρβλ. σηπεδών)— κατά τις ονομ. ασθενειών σε -αινα (πρβλ. γάγγραινα)].