πολυκύμων
English (LSJ)
[κῡ], ον, gen. ονος, (κῦμἀ = foreg.,
A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3. II (κύω) bringing forth much, gloss on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.
German (Pape)
[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.