γυναικοτραφής
German (Pape)
[Seite 511] ές, von Weibern ernährt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοτραφής: -ές, ὑπὸ γυναικῶν τραφείς, Ἰω. Χρυσόστ. 3, 460.
[Seite 511] ές, von Weibern ernährt, LXX.
γῠναικοτραφής: -ές, ὑπὸ γυναικῶν τραφείς, Ἰω. Χρυσόστ. 3, 460.